πταρμός

πταρμός
ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι]
αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό φαινόμενο, με συχνότερη αιτία τη διέγερση τού βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών οδών από ένα ξένο σώμα ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. φτέρνισμα και φτάρνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πταρμός — sneezing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμός — το βλ. φτάρνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЧИХАНИЕ —    • Πταρμός,          sternutatio или sternutamentum, y древних причислялось к omina (Хеn. Anab. 3, 2, 9, см. Divinatio, Дивинация, 11. 20), может быть, потому, что оно удаляло, по их мнению, из тела вредное вещество; издревле уже чихающим… …   Реальный словарь классических древностей

  • πταρμοῖς — πταρμός sneezing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοῖσι — πταρμός sneezing masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοί — πταρμός sneezing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοῦ — πταρμός sneezing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμούς — πταρμός sneezing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμῶν — πταρμός sneezing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμῷ — πταρμός sneezing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”