πταρμός — sneezing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμός — το βλ. φτάρνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЧИХАНИЕ — • Πταρμός, sternutatio или sternutamentum, y древних причислялось к omina (Хеn. Anab. 3, 2, 9, см. Divinatio, Дивинация, 11. 20), может быть, потому, что оно удаляло, по их мнению, из тела вредное вещество; издревле уже чихающим… … Реальный словарь классических древностей
πταρμοῖς — πταρμός sneezing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοῖσι — πταρμός sneezing masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοί — πταρμός sneezing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοῦ — πταρμός sneezing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμούς — πταρμός sneezing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμῶν — πταρμός sneezing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμῷ — πταρμός sneezing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)